amasado - ορισμός. Τι είναι το amasado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι amasado - ορισμός


amasado         
amasado, -a Participio adjetivo de "amasar". m. Acción de amasar.
amasado         
part. pas.
Participio de amasar.
sust. masc.
Acción y efecto de amasar.
amasado         
Expresiones Relacionadas

Βικιπαίδεια

Amasado
El amasado es un proceso en la fabricación de pan o masa de pasta, que se utiliza para mezclar los ingredientes y añadir resistencia al producto final. Su importancia radica en la mezcla de la harina con el agua.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για amasado
1. Da razones para haber amasado una fortuna personal de 250 millones de dólares.
2. A tal punto está amasado el proyecto, que ya se están barajando nombres para bautizar la nueva fuerza.
3. - James Simons, cuyo fondo maneja 23.000 millones de euros, ha amasado una fortuna utilizando sólo modelos informáticos para sus inversiones. 7 de 14 en Economía anterior siguiente
4. "Como no tocaba su sueldo y ganaba bastante dinero de las extorsiones, ha amasado en estos años una buena fortuna.
5. La idea era que cada escritor se sintiera libre para seleccionar los 10 volúmenes que le han amasado el cerebro.
Τι είναι amasado - ορισμός